- άγνωμος
- η , ο1) не имеющий собственного мнения, несамостоятельный; нерешительный; 2) неопытный, наивный; 3) глупый, неразумный; 4) изменчивый, неустойчивый, непостоянный (чаще о погоде)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άγνωμος, -η — ο και ανέγνωρος, η, ο 1. χωρίς δική του γνώμη: Στις συζητήσεις που γίνονταν καθόταν πάντα άγνωμος. 2. απονήρευτος, άπειρος: Ήταν ακόμη παιδί άγνωμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγνωμος — και ανέγνωρος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει γνώμη, άβουλος, αναποφάσιστος, διστακτικός 2. ανόητος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά το Ιστ. Λεξ. Ακαδημίας Αθηνών < αρχ. επίθ. ἀγνώμων ή < α στερητ. + γνώμη. ΠΑΡ. αγνωμιά] … Dictionary of Greek
αγνωμιά — και ανεγνωμιά, η [άγνωμος] 1. έλλειψη γνώμης ή βουλήσεως, αναποφασιστικότητα, δισταγμός 2. ανοησία, επιπολαιότητα, απερισκεψία … Dictionary of Greek
αδόξαστος — η, ο (Α ἀδόξαστος, ον) [δοξάζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν δοξάστηκε ή δεν μπορεί να δοξαστεί, άδοξος, ασήμαντος, αφανής 2. το αρσ. ως ουσ. ο αδόξαστος ο Σατανάς, ο διάβολος (ως ανάξιος να δοξάζεται) 3. φρ. «τού άλλαξα τον αδόξαστο», τόν… … Dictionary of Greek
ανέγνωμος — η, ο 1. άγνωμος, άβουλος 2. απερίσκεπτος, επιπόλαιος … Dictionary of Greek
ανεθέλητος — η, ο (Α ἀνεθέλητος, ον) 1. ανεπιθύμητος, απευκταίος 2. στερούμενος βούλησης, άβουλος, άγνωμος … Dictionary of Greek
ԱՊԱԽՏԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 1 0269 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 10c ա. ἅγνωμος, ἁγνώμων ingratus, improbus Որ ապախտ առնէ՝ մանաւանդ զերախտեօք. անճանաչօղ եւ արհամարհօղ երախտեաց. ապերախտ. ... եւ Անհանճար. չար. անարժան. կամ Չունօղ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՊԱՇՆՈՐՀ — (ի, աց.) NBH 1 0272 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 12c ա. ἁχάριστος, ἅγνωμος, ἁγνώμων ingratus, immemor gratiarum Անճանչօղ շնորհաց, անշնորհակալու, ապերախտ. աղէկութիւն չիճանչցօղ. ... *Քաղցր է ʼի վերայ չարաց եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԴԺՈՒԱՐԱԲԱՐՈՅ — (ի, ից.) NBH 1 0616 Chronological Sequence: Unknown date, 5c ա. δύσγνωμος, ἅγνωμος, δύστροπος malignus, contumax, praeposterus Դժնդակաբարոյ. դժմիտ. անհամբոյր. *Ի բարեկամութեանն չարակամս եւ դժուարաբարոյս. Առ որս. ՟Ա. (յն. այլազգ): *Դժուարաբարոյ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)